- ἀστάτου
- ἄστατοςnever standing stillmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστασία — η (AM ἀστασία) [άστατος] 1. η αστάθεια, η έλλειψη σταθερότητας 2. ναυτ. χαρακτηρισμός του άστατου καιρού. Η λέξη δηλώνει, κυρίως, την αστάθεια του ανέμου ως προς την ένταση και τη διεύθυνσή του … Dictionary of Greek
αλογόνα — τα (χημ.), περιληπτική ονομασία των στοιχείων φθορίου, χλωρίου, βρόμιου, ιωδίου και άστατου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)